Photo by S O C I A L . C U T on Unsplash
Photo by S O C I A L . C U T on Unsplash

Magazine / Ιδέες

Γιατί το Θέατρο με έκανε καλύτερη ερευνήτρια, Μέρος Β'

Να σας πω μια ιστορία ... 

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού σας είπα πώς ο θεατρικός αυτοσχεδιασμός με βοήθησε να δίνω καλύτερες ομιλίες και παρουσιάσεις και να ανακαλύψω τη δημιουργικότητά μου. Αλλά τα δώρα του αυτοσχεδιασμού δε σταματούν εδώ. Όχι βέβαια! Σ' αυτό το δεύτερο και τελευταίο μέρος, μοιράζομαι ακόμα ένα λόγο για τον οποίο το θέατρο με έκανε καλύτερη ερευνήτρια: 

Με έμαθε να λέω ιστορίες

Μαθαίνοντας να αυτοσχεδιάζω, πήρα μια πρώτη ιδέα για τα συστατικά των ιστοριών, τη δομή τους, και τους λόγους που οι ιστορίες αρέσουν σε όλους. Αργότερα δούλεψα περισσότερο με ιστορίες και εκτός αυτοσχεδιασμού: έμαθα να φτιάχνω και να διηγούμαι παραμύθια και προσωπικές ιστορίες, αλλά και ιστορίες για παιδιά εμπνευσμένες από την έρευνά μου. Η ενασχόληση με τις ιστορίες και ο πειραματισμός με το συνδυασμό έρευνα – φανταστική ιστορία, με βοήθησε όχι μόνο στο κομμάτι της επικοινωνίας αλλά και στο καθαυτό κομμάτι της έρευνας και νομίζω ότι θα μπορούσε εξίσου να βοηθήσει κάθε ερευνητή και ερευνήτρια. 

Πρώτα απ’ όλα, ο κόσμος θέλει να ακούει ιστορίες. Είναι καταπληκτικό πώς ο αφηγητής αιχμαλωτίζει την προσοχή του κοινού με μια καλοφτιαγμένη ιστορία, σαν να το κρατάει απαλά στη χούφτα του. Οι ιστορίες τραβούν εύκολα την προσοχή του κοινού και μπορούν να μεταδώσουν αποτελεσματικά, και πολλές φορές σχεδόν ασυνείδητα, μηνύματα και πληροφορίες. Τα επιστημονικά άρθρα, οι επιστημονικές εργασίες και οι διατριβές, δεν είναι άραγε και αυτά μια μορφή επικοινωνίας; Μου κάνει ακόμα εντύπωση πώς η « επικοινωνία της επιστήμης» θεωρείται μια δευτερεύουσα, στην καλύτερη, δραστηριότητα για τους ερευνητές, κάτι που κάνουμε για το ευρύ κοινό, την ξαδέρφη μας και τον παππού μας. Όταν απευθυνόμαστε στους συναδέλφους, όμως, με άρθρα, εργασίες και παρουσιάσεις, τότε διατελούμε μια διαφορετική λειτουργία, μια ειδική, ανώτερη μορφή επικοινωνίας, όπου απλοί κανόνες κοινής λογικής δεν αρμόζουν. Όμως, δεν είναι μόνο το ευρύ, μη-εξειδικευμένο κοινό που προτιμάει την πληροφορία του σε μορφή ιστορίας. Η ιστορία είναι ο συντομότερος δρόμος στο μυαλό όλων των ανθρώπων, ναι, ακόμα και αυτών των σούπερ λογικών και πάντα αντικειμενικών (*γκουχ*γκουχ) ανθρώπων-ερευνητών, των ανθρώπων που κρίνουν τις εργασίες μας, αποφασίζουν για τις χρηματοδοτήσεις μας και κάνουν αναφορές στα άρθρα μας. Ίσως αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να μην εκτιμήσουν ένα παραμύθι με ήρωα το μικροσκόπιό σου που επαναστατεί και προσπαθεί να σώσει τις αμοιβάδες που παρατηρείς μέσα από το φακό του. Βασικές γνώσεις περί δομής της ιστορίας, ποιος είναι ο κεντρικός στόχος και πώς προχωράει η αφήγηση, όμως μπορούν να βοηθήσουν τους ερευνητές στο λόγο γενικά. Μια καλή ιστορία είναι πρώτα απ’ όλα ένα καλογραμμένο κείμενο.  

Όταν έγραφα την ιστορία μου για το βιβλίο μας «Μια φορά κι έναν καιρό στο μέλλον», αυτό που μου φάνηκε πιο δύσκολο απ' όλα τα στάδια ήταν η επιμέλεια του κειμένου. Ούτε το πώς να κατεβάσω ιδέες, ούτε το πώς να απλουστεύσω το μήνυμα για να το καταλάβουν καλύτερα τα παιδιά, αλλά το πώς να διαβάσω την ιστορία ξανά και ξανά με καινούρια και αυστηρά μάτια και να σβήσω μία μία κάθε λέξη, πρόταση, ακόμα και ολόκληρη σελίδα, που εμπόδιζε την αφήγηση να προχωρήσει. Πόσες όμορφες και καλοφτιαγμένες προτάσεις χάθηκαν για πάντα, πόσοι αστείοι διάλογοι! Έσβηνα και πονούσε η ψυχή μου. Αλλά δε γινόταν αλλιώς: με κάθε τέτοια μη απαραίτητη λέξη και φράση και παράγραφο η αναγνώστρια θα αποσπαστεί, θα βαρεθεί, θα φύγει. Μακάρι να μαθαίναμε να επιμελούμαστε και τα επιστημονικά γραπτά μας με τον ίδιο τρόπο: με τον απώτερο σκοπό να χρησιμοποιούμε πάντα τον πιο οικονομικό και ευθύ τρόπο να πούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να πούμε. Ο επιστημονικός λόγος είναι συνήθως, παραδόξως, το αντίθετο της διαύγειας, της ακρίβειας και της ζωντάνιας. Οι ερευνητές χρησιμοποιούμε συχνά δυσνόητη και ασαφή γλώσσα, επιτηδευμένες εκφράσεις και ατάκτως δομημένες παραγράφους, επειδή κανείς ποτέ δε μας δίδαξε κάτι καλύτερο και επειδή όλοι έτσι γράφουν. Αυτό όμως δεν κάνει τα κείμενα λιγότερο δυσνόητα και επιτηδευμένα και γι’ αυτό πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε. Ένας κριτής σε ένα επιστημονικό άρθρο μου έγραψε κάποτε ότι η γλώσσα μου είναι ακατάλληλη για επιστημονική δημοσίευση, και θα ταίριαζε καλύτερα σε μυθιστόρημα ή σε εφημερίδα. Στην απάντησή μου, στήριξα τη θέση μου, ζητώντας τους ακριβείς λόγους για τους οποίους ο λόγος μου δεν ήταν αρκετά επιστημονικός. Μήπως δεν περιέγραφα γεγονότα με ακριβή και σαφή τρόπο; Ή ήταν άραγε η αμαρτία μου, ότι χρησιμοποιώ πρώτο πρόσωπο, και προσπαθώ να χρησιμοποιώ ζωντανή γλώσσα και προσιτό ύφος; Δε θα μάθουμε ποτέ, o/η κριτής δεν επανήλθε στο σχόλιο. 

Δε λέω ότι για να γίνεις ερευνήτρια πρέπει να μάθεις πρώτα να γράφεις μυθιστορήματα. Αυτό που λέω είναι ότι λίγη φαντασία, προσωπικότητα και, γιατί όχι, λίγο συναίσθημα, μπορεί να μεταμορφώσει το λόγο μας, γραπτό και προφορικό, και σε καμία περίπτωση δεν κάνει κάποιον λιγότερο σοβαρό ερευνητή. 

Αυτά. Ευχαριστώ που ρωτήσατε γιατί ο αυτοσχεδιασμός τα σπάει! Αν με δείτε στο δρόμο και θέλετε, ρωτήστε με και άλλα, μπορώ να σας λέω για ώρες και μετά να σας πρήξω να ξεκινήσετε κι εσείς... 

 

Πηγές:
[1] Cormick, C., 2019. Who doesn’t love a good story? - What neuroscience tells about how we respond to narratives. J. Sci. Commun. 18, 1–10. 

[2] ElShafie, S.J., 2018. Making science meaningful for broad audiences through stories. Integr. Comp. Biol. 58, 1213–1223.